διασκεδάσει

διασκεδάσει
διασκέδασις
scattering
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
διασκεδάσεϊ , διασκέδασις
scattering
fem dat sg (epic)
διασκέδασις
scattering
fem dat sg (attic ionic)
διασκεδάννυμι
scatter abroad
aor subj act 3rd sg (epic)
διασκεδάννυμι
scatter abroad
fut ind mid 2nd sg
διασκεδάννυμι
scatter abroad
fut ind act 3rd sg
διασκεδάζω
disperse
aor subj act 3rd sg (epic)
διασκεδάζω
disperse
fut ind mid 2nd sg
διασκεδάζω
disperse
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακώμαστος — ἀκώμαστος, ον (Α) [κωμάζω] αυτός που δεν έχει διασκεδάσει …   Dictionary of Greek

  • απερπάτητος — η, ο (Μ ἀπερπάτητος, ον) αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει περπατήσει κανείς, ο αδιάβατος νεοελλ. 1. (για παιδιά) αυτός που δεν έχει περπατήσει ακόμη 2. εκείνος που δεν είναι «περπατημένος», δεν έχει διασκεδάσει αρκετά, ο άβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • τάχτι — και ντάχτι και ταχτιρντί και νταχτιρντί Ν προσφώνηση σε βρέφος όταν τό κουνάει κανείς πάνω κάτω για να τό ησυχάσει ή να τό διασκεδάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.] …   Dictionary of Greek

  • Αριόστο, Λουντοβίκο — (Ludovico Ariosto, Ρέτζο Εμιλία 1474 – Φεράρα 1533). Ιταλός ποιητής. Έζησε στην αυλή των δουκών Ντ’ Έστε όπου τέθηκε στην υπηρεσία του καρδινάλιου Ιππόλυτου ντ’ Έστε και του αδελφού του Αλφόνσου Α’. Στα γράμματα αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ερωτόκριτος — Τίτλος πολύστιχου αφηγηματικού ποιήματος, μιας ερωτικής μυθιστορίας, συνθέτης του οποίου είναι –σύμφωνα με μόνη πληροφορία του επιλόγου του– ο Βιτσέντζος Κορνάρος από τη Σητεία της Κρήτης. Αποτελείται από 10.052 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους… …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

  • συμπόσιο(ν) — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην πλούσια συνεστίαση με ποτό, που τη συνδύαζαν με μουσική, απαγγελία και συζητήσεις. Ευθύς μετά το φαγητό, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτυμόνες νερό και αρωματικό σαπούνι για να πλύνουν τα χέρια τους.… …   Dictionary of Greek

  • μονομάχος — ο, η 1. άτομο που συμμετέχει σε μονομαχία. 2. στην αρχαία Ρώμη, κατάδικος ή δούλος που μονομαχούσε στο θέατρο με άνθρωπο ή άγρια θηρία ώστε να διασκεδάσει το κοινό που παρακολουθούσε τη διαδικασία: Στο Κολοσσαίο της Ρώμης έχασαν τη ζωή τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”